- (α)γγίζω
- (α)γγίζωάγγιξα, (α)γγίχτηκα, (α)γγιγμένος1. εγγίζω, ακουμπώ: Τον άγγιξε ελαφριά και ξύπνησε.2. ενοχλώ, στενοχωρώ: Τ' άστοχα λόγια του τον άγγιξαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.